εκθλιπτικός

εκθλιπτικός
-ή, -ό
ο κατάλληλος για έκθλιψη καρπών, για στίψιμο: Εκθλιπτική μηχανή σταφυλιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκθλιπτικός — ή, ό ο κατάλληλος για έκθλιψη («εκθλιπτική μηχανή») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”